- λαναράς
- ο(λ. λατ.), αυτός που ασχολείται με το ξάσιμο του μαλλιού, ο εριουργός, ο ιδιοκτήτης λαναριστήριου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαναράς — ο [λανάρι] 1. αυτός που ξαίνει μαλλί, βαμβάκι ή λινάρι με το λανάρι 2. ο χειριστής λαναριστικής μηχανής 3. ο κατασκευαστής ή πωλητής λαναριών … Dictionary of Greek
ξάντης — ο, θηλ. ξάντρια (Α ξάντης, θηλ. ξάντρια) [ξαίνω] εργάτης ειδικός για την ξάνση τού ερίου, λαναράς νεοελλ. το εργαλείο τού λαναρίσματος, η λανάρα, το λανάρι αρχ. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Ξάντριαι τίτλος δράματος τού Αισχύλου που δεν… … Dictionary of Greek
περιστροφίς — ίδος, ἡ, Α 1. ξύλινο εξάρτημα με το οποίο απέβαλλαν το σιτάρι που ξεπερνούσε το μέτρο, η ρήγλα 2. λαβή με την οποία ο λαναράς περιέστρεφε τη συσκευή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστρέφω (πρβλ. περιστροφ ή) + κατάλ. ίς, πρβλ. επι στροφίς] … Dictionary of Greek